- μιξεριφαρνογενής
- μιξεριφαρνογενήςof kid and lamb mixed togethermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιξεριφαρνογενής — μιξεριφαρνογενής, ές (Α) αυτός που προήλθε από μίξη εντέρων κατσικιού και αρνιού («μιξεριφαρνογενής χορδά», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγννμι */μείγνυμι + ἔριφος «κατσίκι» + ἀρήν, ἀρνός «αρνί» + γενής (< γένος)] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek